- ορθοκέραμος
- ηειδικό διακοσμητικό κεραμίδι με ανάγλυφες παραστάσεις που τοποθετείται στα όρια τής επικεράμωσης τής στέγης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + κέραμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek